μεταθέσεως

μεταθέσεως
μεταθέσεω̆ς , μετάθεσις
change of position
fem gen sg (attic)

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • Égine — Pour les articles homonymes, voir Égine (homonymie). Égine Αίγινα (el) …   Wikipédia en Français

  • ENOCH — fil. Cain, Gen. c. 4. v. 26. natus A. M. 131. Ioseph. Antiqq. l. 1. c. 3. Prima quoque mundi civitas ab ipso ain aedificata, et filii nomine appellata: in Tribu Aser. Fuit alius fil. Iaredi, pater Mathusalae, natus A. M. 623. vir iustissmus, qui… …   Hofmann J. Lexicon universale

  • άλοξ — ἄλοξ ( οκος), η (Α) (ομηρικός τύπος σε αιτιατική ενικού που απαντά και σε πληθυντικό ὦλκα, ὦλκας από άχρηστη ονομαστική ὦλξ) 1. το αυλάκι που σχηματίζει το αλέτρι 2. τραύμα που προκαλείται από νυχιά, γρατζούνισμα 3. το αυλάκι που σχηματίζει στη… …   Dictionary of Greek

  • ευρύς — εία ύ (ΑΜ εὐρύς, εῑα, ύ) 1. εκείνος που έχει αρκετή ή μεγάλη έκταση, τού οποίου τα άκρα ή οι πλευρές βρίσκονται σε απόσταση μεταξύ τους, πλατύς, φαρδύς 2. διαδεδομένος (α. «ευρεία φήμη» β. «ευρεία αναγνώριση τής αξίας του» γ) «εὐρὺ κλέος») μσν.… …   Dictionary of Greek

  • μετάθεση — η (ΑM μετάθεσις) [μετατίθημι] 1. μετακίνηση από μια θέση σε άλλη, μεταβολή, αλλαγή θέσης 2. η αλλαγή τής θέσης τών φθόγγων μέσα στην ίδια λέξη όπως π.χ. φούχτα: χούφτα, κροκόδειλος: κορκοδειλος, κραδίη: καρδία νεοελλ. 1. (με χρονική σημασία)… …   Dictionary of Greek

  • ИЛАРИОН КИГАЛАС — [греч. ῾Ιλαρίων Κιγάλας] (4.10.1624, Никосия 1681 или 1682, К поль), архиеп. Кипрский (1674 1679). Сын священника и переводчика Матфея Кигаласа. Родители крестили его с именем Иероним в мон ре Агия Напа (ныне в центре г. Айия Напа). В 11 лет он… …   Православная энциклопедия

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”